αναπαιστικός

Hello, you have come here looking for the meaning of the word αναπαιστικός. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word αναπαιστικός, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say αναπαιστικός in singular and plural. Everything you need to know about the word αναπαιστικός you have here. The definition of the word αναπαιστικός will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition ofαναπαιστικός, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.

Greek

Adjective

αναπαιστικός (anapaistikósm (feminine αναπαιστική, neuter αναπαιστικό)

  1. (poetry) anapaestic (UK), anapestic (US)

Declension

Declension of αναπαιστικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αναπαιστικός (anapaistikós) αναπαιστική (anapaistikí) αναπαιστικό (anapaistikó) αναπαιστικοί (anapaistikoí) αναπαιστικές (anapaistikés) αναπαιστικά (anapaistiká)
genitive αναπαιστικού (anapaistikoú) αναπαιστικής (anapaistikís) αναπαιστικού (anapaistikoú) αναπαιστικών (anapaistikón) αναπαιστικών (anapaistikón) αναπαιστικών (anapaistikón)
accusative αναπαιστικό (anapaistikó) αναπαιστική (anapaistikí) αναπαιστικό (anapaistikó) αναπαιστικούς (anapaistikoús) αναπαιστικές (anapaistikés) αναπαιστικά (anapaistiká)
vocative αναπαιστικέ (anapaistiké) αναπαιστική (anapaistikí) αναπαιστικό (anapaistikó) αναπαιστικοί (anapaistikoí) αναπαιστικές (anapaistikés) αναπαιστικά (anapaistiká)

Further reading