αναπαραγωγικός

Hello, you have come here looking for the meaning of the word αναπαραγωγικός. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word αναπαραγωγικός, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say αναπαραγωγικός in singular and plural. Everything you need to know about the word αναπαραγωγικός you have here. The definition of the word αναπαραγωγικός will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition ofαναπαραγωγικός, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.

Greek

Adjective

αναπαραγωγικός (anaparagogikósm (feminine αναπαραγωγική, neuter αναπαραγωγικό)

  1. reproductive

Declension

Declension of αναπαραγωγικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αναπαραγωγικός (anaparagogikós) αναπαραγωγική (anaparagogikí) αναπαραγωγικό (anaparagogikó) αναπαραγωγικοί (anaparagogikoí) αναπαραγωγικές (anaparagogikés) αναπαραγωγικά (anaparagogiká)
genitive αναπαραγωγικού (anaparagogikoú) αναπαραγωγικής (anaparagogikís) αναπαραγωγικού (anaparagogikoú) αναπαραγωγικών (anaparagogikón) αναπαραγωγικών (anaparagogikón) αναπαραγωγικών (anaparagogikón)
accusative αναπαραγωγικό (anaparagogikó) αναπαραγωγική (anaparagogikí) αναπαραγωγικό (anaparagogikó) αναπαραγωγικούς (anaparagogikoús) αναπαραγωγικές (anaparagogikés) αναπαραγωγικά (anaparagogiká)
vocative αναπαραγωγικέ (anaparagogiké) αναπαραγωγική (anaparagogikí) αναπαραγωγικό (anaparagogikó) αναπαραγωγικοί (anaparagogikoí) αναπαραγωγικές (anaparagogikés) αναπαραγωγικά (anaparagogiká)