Calque of French nouvelle enchère. Morphologically, from ανα- (“again”) + πλειστηριασμός (“auction”).[1]
αναπλειστηριασμός • (anapleistiriasmós) m (plural αναπλειστηριασμοί)
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αναπλειστηριασμός (anapleistiriasmós) | αναπλειστηριασμοί (anapleistiriasmoí) |
genitive | αναπλειστηριασμού (anapleistiriasmoú) | αναπλειστηριασμών (anapleistiriasmón) |
accusative | αναπλειστηριασμό (anapleistiriasmó) | αναπλειστηριασμούς (anapleistiriasmoús) |
vocative | αναπλειστηριασμέ (anapleistiriasmé) | αναπλειστηριασμοί (anapleistiriasmoí) |