αναποζημίωτος • (anapozimíotos) m (feminine αναποζημίωτη, neuter αναποζημίωτο)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αναποζημίωτος (anapozimíotos) | αναποζημίωτη (anapozimíoti) | αναποζημίωτο (anapozimíoto) | αναποζημίωτοι (anapozimíotoi) | αναποζημίωτες (anapozimíotes) | αναποζημίωτα (anapozimíota) | |
genitive | αναποζημίωτου (anapozimíotou) | αναποζημίωτης (anapozimíotis) | αναποζημίωτου (anapozimíotou) | αναποζημίωτων (anapozimíoton) | αναποζημίωτων (anapozimíoton) | αναποζημίωτων (anapozimíoton) | |
accusative | αναποζημίωτο (anapozimíoto) | αναποζημίωτη (anapozimíoti) | αναποζημίωτο (anapozimíoto) | αναποζημίωτους (anapozimíotous) | αναποζημίωτες (anapozimíotes) | αναποζημίωτα (anapozimíota) | |
vocative | αναποζημίωτε (anapozimíote) | αναποζημίωτη (anapozimíoti) | αναποζημίωτο (anapozimíoto) | αναποζημίωτοι (anapozimíotoi) | αναποζημίωτες (anapozimíotes) | αναποζημίωτα (anapozimíota) |