αναποτελεσματικός

Hello, you have come here looking for the meaning of the word αναποτελεσματικός. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word αναποτελεσματικός, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say αναποτελεσματικός in singular and plural. Everything you need to know about the word αναποτελεσματικός you have here. The definition of the word αναποτελεσματικός will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition ofαναποτελεσματικός, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.

Greek

Etymology

Learnedly from αν- (an-, α- privative‎) +‎ αποτελεσματικός (apotelesmatikós), a calque of French ineffectif (rare) and English ineffective.[1]

Pronunciation

  • IPA(key): /a.na.po.te.le.zma.tiˈkos/
  • Hyphenation: α‧να‧πο‧τε‧λε‧σμα‧τι‧κός

Adjective

αναποτελεσματικός (anapotelesmatikósm (feminine αναποτελεσματική, neuter αναποτελεσματικό)

  1. ineffectual, ineffective

Declension

Declension of αναποτελεσματικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αναποτελεσματικός (anapotelesmatikós) αναποτελεσματική (anapotelesmatikí) αναποτελεσματικό (anapotelesmatikó) αναποτελεσματικοί (anapotelesmatikoí) αναποτελεσματικές (anapotelesmatikés) αναποτελεσματικά (anapotelesmatiká)
genitive αναποτελεσματικού (anapotelesmatikoú) αναποτελεσματικής (anapotelesmatikís) αναποτελεσματικού (anapotelesmatikoú) αναποτελεσματικών (anapotelesmatikón) αναποτελεσματικών (anapotelesmatikón) αναποτελεσματικών (anapotelesmatikón)
accusative αναποτελεσματικό (anapotelesmatikó) αναποτελεσματική (anapotelesmatikí) αναποτελεσματικό (anapotelesmatikó) αναποτελεσματικούς (anapotelesmatikoús) αναποτελεσματικές (anapotelesmatikés) αναποτελεσματικά (anapotelesmatiká)
vocative αναποτελεσματικέ (anapotelesmatiké) αναποτελεσματική (anapotelesmatikí) αναποτελεσματικό (anapotelesmatikó) αναποτελεσματικοί (anapotelesmatikoí) αναποτελεσματικές (anapotelesmatikés) αναποτελεσματικά (anapotelesmatiká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αναποτελεσματικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αναποτελεσματικός, etc.)

References

  1. ^ αναποτελεσματικός, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής , Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language