Learnedly from αν- (an-, α- privative) + αποτελεσματικός (apotelesmatikós), a calque of French ineffectif (rare) and English ineffective.[1]
αναποτελεσματικός • (anapotelesmatikós) m (feminine αναποτελεσματική, neuter αναποτελεσματικό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αναποτελεσματικός (anapotelesmatikós) | αναποτελεσματική (anapotelesmatikí) | αναποτελεσματικό (anapotelesmatikó) | αναποτελεσματικοί (anapotelesmatikoí) | αναποτελεσματικές (anapotelesmatikés) | αναποτελεσματικά (anapotelesmatiká) | |
genitive | αναποτελεσματικού (anapotelesmatikoú) | αναποτελεσματικής (anapotelesmatikís) | αναποτελεσματικού (anapotelesmatikoú) | αναποτελεσματικών (anapotelesmatikón) | αναποτελεσματικών (anapotelesmatikón) | αναποτελεσματικών (anapotelesmatikón) | |
accusative | αναποτελεσματικό (anapotelesmatikó) | αναποτελεσματική (anapotelesmatikí) | αναποτελεσματικό (anapotelesmatikó) | αναποτελεσματικούς (anapotelesmatikoús) | αναποτελεσματικές (anapotelesmatikés) | αναποτελεσματικά (anapotelesmatiká) | |
vocative | αναποτελεσματικέ (anapotelesmatiké) | αναποτελεσματική (anapotelesmatikí) | αναποτελεσματικό (anapotelesmatikó) | αναποτελεσματικοί (anapotelesmatikoí) | αναποτελεσματικές (anapotelesmatikés) | αναποτελεσματικά (anapotelesmatiká) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αναποτελεσματικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αναποτελεσματικός, etc.)