From αν- (an-, α- privative) + αποφάσισα (apofásisa, “decide”) + -τος (-tos), a calque of French indécis.[1] First attested 1888.
αναποφάσιστος • (anapofásistos) m (feminine αναποφάσιστη, neuter αναποφάσιστο)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αναποφάσιστος • | αναποφάσιστη • | αναποφάσιστο • | αναποφάσιστοι • | αναποφάσιστες • | αναποφάσιστα • |
genitive | αναποφάσιστου • | αναποφάσιστης • | αναποφάσιστου • | αναποφάσιστων • | αναποφάσιστων • | αναποφάσιστων • |
accusative | αναποφάσιστο • | αναποφάσιστη • | αναποφάσιστο • | αναποφάσιστους • | αναποφάσιστες • | αναποφάσιστα • |
vocative | αναποφάσιστε • | αναποφάσιστη • | αναποφάσιστο • | αναποφάσιστοι • | αναποφάσιστες • | αναποφάσιστα • |