αν- (an-) privative + αποφασίζω (apofasízo, “decide”), αποφασισ- (apofasis-) + -τος (-tos), calque of French indécis. First attested 1888.
αναποφάσιστος • (anapofásistos) m (feminine αναποφάσιστη, neuter αναποφάσιστο)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αναποφάσιστος • | αναποφάσιστη • | αναποφάσιστο • | αναποφάσιστοι • | αναποφάσιστες • | αναποφάσιστα • |
genitive | αναποφάσιστου • | αναποφάσιστης • | αναποφάσιστου • | αναποφάσιστων • | αναποφάσιστων • | αναποφάσιστων • |
accusative | αναποφάσιστο • | αναποφάσιστη • | αναποφάσιστο • | αναποφάσιστους • | αναποφάσιστες • | αναποφάσιστα • |
vocative | αναποφάσιστε • | αναποφάσιστη • | αναποφάσιστο • | αναποφάσιστοι • | αναποφάσιστες • | αναποφάσιστα • |