From Ancient Greek ἀναπόδραστος (anapódrastos, “inescapable”), from ἀν- (an-, “not”) + ἀποδιδράσκω (apodidráskō, “escape”).
αναπόδραστος • (anapódrastos) m (feminine αναπόδραστη, neuter αναπόδραστο)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αναπόδραστος • | αναπόδραστη • | αναπόδραστο • | αναπόδραστοι • | αναπόδραστες • | αναπόδραστα • |
genitive | αναπόδραστου • | αναπόδραστης • | αναπόδραστου • | αναπόδραστων • | αναπόδραστων • | αναπόδραστων • |
accusative | αναπόδραστο • | αναπόδραστη • | αναπόδραστο • | αναπόδραστους • | αναπόδραστες • | αναπόδραστα • |
vocative | αναπόδραστε • | αναπόδραστη • | αναπόδραστο • | αναπόδραστοι • | αναπόδραστες • | αναπόδραστα • |