αναρροφητικός

Hello, you have come here looking for the meaning of the word αναρροφητικός. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word αναρροφητικός, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say αναρροφητικός in singular and plural. Everything you need to know about the word αναρροφητικός you have here. The definition of the word αναρροφητικός will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition ofαναρροφητικός, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.

Greek

Adjective

αναρροφητικός (anarrofitikósm (feminine αναρροφητική, neuter αναρροφητικό)

  1. suction

Declension

Declension of αναρροφητικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αναρροφητικός (anarrofitikós) αναρροφητική (anarrofitikí) αναρροφητικό (anarrofitikó) αναρροφητικοί (anarrofitikoí) αναρροφητικές (anarrofitikés) αναρροφητικά (anarrofitiká)
genitive αναρροφητικού (anarrofitikoú) αναρροφητικής (anarrofitikís) αναρροφητικού (anarrofitikoú) αναρροφητικών (anarrofitikón) αναρροφητικών (anarrofitikón) αναρροφητικών (anarrofitikón)
accusative αναρροφητικό (anarrofitikó) αναρροφητική (anarrofitikí) αναρροφητικό (anarrofitikó) αναρροφητικούς (anarrofitikoús) αναρροφητικές (anarrofitikés) αναρροφητικά (anarrofitiká)
vocative αναρροφητικέ (anarrofitiké) αναρροφητική (anarrofitikí) αναρροφητικό (anarrofitikó) αναρροφητικοί (anarrofitikoí) αναρροφητικές (anarrofitikés) αναρροφητικά (anarrofitiká)