ανασηκωμένος

Hello, you have come here looking for the meaning of the word ανασηκωμένος. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word ανασηκωμένος, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say ανασηκωμένος in singular and plural. Everything you need to know about the word ανασηκωμένος you have here. The definition of the word ανασηκωμένος will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition ofανασηκωμένος, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.

Greek

Adjective

ανασηκωμένος (anasikoménosm (feminine ανασηκωμένη, neuter ανασηκωμένο)

  1. raised, rolled up, turned up

Declension

Declension of ανασηκωμένος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ανασηκωμένος (anasikoménos) ανασηκωμένη (anasikoméni) ανασηκωμένο (anasikoméno) ανασηκωμένοι (anasikoménoi) ανασηκωμένες (anasikoménes) ανασηκωμένα (anasikoména)
genitive ανασηκωμένου (anasikoménou) ανασηκωμένης (anasikoménis) ανασηκωμένου (anasikoménou) ανασηκωμένων (anasikoménon) ανασηκωμένων (anasikoménon) ανασηκωμένων (anasikoménon)
accusative ανασηκωμένο (anasikoméno) ανασηκωμένη (anasikoméni) ανασηκωμένο (anasikoméno) ανασηκωμένους (anasikoménous) ανασηκωμένες (anasikoménes) ανασηκωμένα (anasikoména)
vocative ανασηκωμένε (anasikoméne) ανασηκωμένη (anasikoméni) ανασηκωμένο (anasikoméno) ανασηκωμένοι (anasikoménoi) ανασηκωμένες (anasikoménes) ανασηκωμένα (anasikoména)