Hello, you have come here looking for the meaning of the word
αναστηλώνω. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word
αναστηλώνω, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say
αναστηλώνω in singular and plural. Everything you need to know about the word
αναστηλώνω you have here. The definition of the word
αναστηλώνω will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition of
αναστηλώνω, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.
Greek
Pronunciation
Verb
αναστηλώνω • (anastilóno) (past αναστήλωσα, passive αναστηλώνομαι)
- to restore, reconstruct, rebuild
Conjugation
αναστηλώνω αναστηλώνομαι
|
Active voice ➤
|
Passive voice ➤
|
Indicative mood ➤
|
Imperfective aspect ➤
|
Perfective aspect ➤
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
Non-past tenses ➤
|
Present ➤
|
Dependent ➤
|
Present
|
Dependent
|
1 sg
|
αναστηλώνω
|
αναστηλώσω
|
αναστηλώνομαι
|
αναστηλωθώ
|
2 sg
|
αναστηλώνεις
|
αναστηλώσεις
|
αναστηλώνεσαι
|
αναστηλωθείς
|
3 sg
|
αναστηλώνει
|
αναστηλώσει
|
αναστηλώνεται
|
αναστηλωθεί
|
|
1 pl
|
αναστηλώνουμε, [‑ομε]
|
αναστηλώσουμε, [‑ομε]
|
αναστηλωνόμαστε
|
αναστηλωθούμε
|
2 pl
|
αναστηλώνετε
|
αναστηλώσετε
|
αναστηλώνεστε, αναστηλωνόσαστε
|
αναστηλωθείτε
|
3 pl
|
αναστηλώνουν(ε)
|
αναστηλώσουν(ε)
|
αναστηλώνονται
|
αναστηλωθούν(ε)
|
|
Past tenses ➤
|
Imperfect ➤
|
Simple past ➤
|
Imperfect
|
Simple past
|
1 sg
|
αναστήλωνα
|
αναστήλωσα
|
αναστηλωνόμουν(α)
|
αναστηλώθηκα
|
2 sg
|
αναστήλωνες
|
αναστήλωσες
|
αναστηλωνόσουν(α)
|
αναστηλώθηκες
|
3 sg
|
αναστήλωνε
|
αναστήλωσε
|
αναστηλωνόταν(ε)
|
αναστηλώθηκε
|
|
1 pl
|
αναστηλώναμε
|
αναστηλώσαμε
|
αναστηλωνόμασταν, (‑όμαστε)
|
αναστηλωθήκαμε
|
2 pl
|
αναστηλώνατε
|
αναστηλώσατε
|
αναστηλωνόσασταν, (‑όσαστε)
|
αναστηλωθήκατε
|
3 pl
|
αναστήλωναν, αναστηλώναν(ε)
|
αναστήλωσαν, αναστηλώσαν(ε)
|
αναστηλώνονταν, (αναστηλωνόντουσαν)
|
αναστηλώθηκαν, αναστηλωθήκαν(ε)
|
|
Future tenses ➤
|
Continuous ➤
|
Simple ➤
|
Continuous
|
Simple
|
1 sg
|
θα αναστηλώνω ➤
|
θα αναστηλώσω ➤
|
θα αναστηλώνομαι ➤
|
θα αναστηλωθώ ➤
|
2,3 sg, 1,2,3 pl
|
θα αναστηλώνεις, …
|
θα αναστηλώσεις, …
|
θα αναστηλώνεσαι, …
|
θα αναστηλωθείς, …
|
|
|
Perfect aspect ➤
|
Perfect aspect
|
Present perfect ➤
|
έχω, έχεις, … αναστηλώσει έχω, έχεις, … αναστηλωμένο, ‑η, ‑ο ➤
|
έχω, έχεις, … αναστηλωθεί είμαι, είσαι, … αναστηλωμένος, ‑η, ‑ο ➤
|
Past perfect ➤
|
είχα, είχες, … αναστηλώσει είχα, είχες, … αναστηλωμένο, ‑η, ‑ο
|
είχα, είχες, … αναστηλωθεί ήμουν, ήσουν, … αναστηλωμένος, ‑η, ‑ο
|
Future perfect ➤
|
θα έχω, θα έχεις, … αναστηλώσει θα έχω, θα έχεις, … αναστηλωμένο, ‑η, ‑ο
|
θα έχω, θα έχεις, … αναστηλωθεί θα είμαι, θα είσαι, … αναστηλωμένος, ‑η, ‑ο
|
|
Subjunctive mood ➤
|
Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας).
|
|
Imperative mood ➤
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
2 sg
|
αναστήλωνε
|
αναστήλωσε
|
—
|
αναστηλώσου
|
2 pl
|
αναστηλώνετε
|
αναστηλώστε
|
αναστηλώνεστε
|
αναστηλωθείτε
|
|
Other forms
|
Active voice
|
Passive voice
|
Present participle➤
|
αναστηλώνοντας ➤
|
—
|
Perfect participle➤
|
έχοντας αναστηλώσει ➤
|
αναστηλωμένος, ‑η, ‑ο ➤
|
|
Nonfinite form➤
|
αναστηλώσει
|
αναστηλωθεί
|
|
|
Notes Appendix:Greek verbs
|
• (…) optional or informal. rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.
|
|