ανατομικός • (anatomikós) m (feminine ανατομική, neuter ανατομικό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | ανατομικός (anatomikós) | ανατομική (anatomikí) | ανατομικό (anatomikó) | ανατομικοί (anatomikoí) | ανατομικές (anatomikés) | ανατομικά (anatomiká) | |
genitive | ανατομικού (anatomikoú) | ανατομικής (anatomikís) | ανατομικού (anatomikoú) | ανατομικών (anatomikón) | ανατομικών (anatomikón) | ανατομικών (anatomikón) | |
accusative | ανατομικό (anatomikó) | ανατομική (anatomikí) | ανατομικό (anatomikó) | ανατομικούς (anatomikoús) | ανατομικές (anatomikés) | ανατομικά (anatomiká) | |
vocative | ανατομικέ (anatomiké) | ανατομική (anatomikí) | ανατομικό (anatomikó) | ανατομικοί (anatomikoí) | ανατομικές (anatomikés) | ανατομικά (anatomiká) |