ανατροφοδότηση • (anatrofodótisi) f (plural ανατροφοδοτήσεις)
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ανατροφοδότηση (anatrofodótisi) | ανατροφοδοτήσεις (anatrofodotíseis) |
genitive | ανατροφοδότησης (anatrofodótisis) | ανατροφοδοτήσεων (anatrofodotíseon) |
accusative | ανατροφοδότηση (anatrofodótisi) | ανατροφοδοτήσεις (anatrofodotíseis) |
vocative | ανατροφοδότηση (anatrofodótisi) | ανατροφοδοτήσεις (anatrofodotíseis) |
Older or formal genitive singular: ανατροφοδοτήσεως (anatrofodotíseos)