αναφομοίωτος • (anafomoíotos) m (feminine αναφομοίωτη, neuter αναφομοίωτο)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αναφομοίωτος (anafomoíotos) | αναφομοίωτη (anafomoíoti) | αναφομοίωτο (anafomoíoto) | αναφομοίωτοι (anafomoíotoi) | αναφομοίωτες (anafomoíotes) | αναφομοίωτα (anafomoíota) | |
genitive | αναφομοίωτου (anafomoíotou) | αναφομοίωτης (anafomoíotis) | αναφομοίωτου (anafomoíotou) | αναφομοίωτων (anafomoíoton) | αναφομοίωτων (anafomoíoton) | αναφομοίωτων (anafomoíoton) | |
accusative | αναφομοίωτο (anafomoíoto) | αναφομοίωτη (anafomoíoti) | αναφομοίωτο (anafomoíoto) | αναφομοίωτους (anafomoíotous) | αναφομοίωτες (anafomoíotes) | αναφομοίωτα (anafomoíota) | |
vocative | αναφομοίωτε (anafomoíote) | αναφομοίωτη (anafomoíoti) | αναφομοίωτο (anafomoíoto) | αναφομοίωτοι (anafomoíotoi) | αναφομοίωτες (anafomoíotes) | αναφομοίωτα (anafomoíota) |