αναχρονιστικός

Hello, you have come here looking for the meaning of the word αναχρονιστικός. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word αναχρονιστικός, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say αναχρονιστικός in singular and plural. Everything you need to know about the word αναχρονιστικός you have here. The definition of the word αναχρονιστικός will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition ofαναχρονιστικός, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.

Greek

Pronunciation

  • IPA(key): /a.na.xɾo.ni.stiˈkos/

Adjective

αναχρονιστικός (anachronistikósm (feminine αναχρονιστική, neuter αναχρονιστικό)

  1. anachronistic

Declension

Declension of αναχρονιστικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αναχρονιστικός (anachronistikós) αναχρονιστική (anachronistikí) αναχρονιστικό (anachronistikó) αναχρονιστικοί (anachronistikoí) αναχρονιστικές (anachronistikés) αναχρονιστικά (anachronistiká)
genitive αναχρονιστικού (anachronistikoú) αναχρονιστικής (anachronistikís) αναχρονιστικού (anachronistikoú) αναχρονιστικών (anachronistikón) αναχρονιστικών (anachronistikón) αναχρονιστικών (anachronistikón)
accusative αναχρονιστικό (anachronistikó) αναχρονιστική (anachronistikí) αναχρονιστικό (anachronistikó) αναχρονιστικούς (anachronistikoús) αναχρονιστικές (anachronistikés) αναχρονιστικά (anachronistiká)
vocative αναχρονιστικέ (anachronistiké) αναχρονιστική (anachronistikí) αναχρονιστικό (anachronistikó) αναχρονιστικοί (anachronistikoí) αναχρονιστικές (anachronistikés) αναχρονιστικά (anachronistiká)

Further reading