αναχρονιστικός • (anachronistikós) m (feminine αναχρονιστική, neuter αναχρονιστικό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αναχρονιστικός (anachronistikós) | αναχρονιστική (anachronistikí) | αναχρονιστικό (anachronistikó) | αναχρονιστικοί (anachronistikoí) | αναχρονιστικές (anachronistikés) | αναχρονιστικά (anachronistiká) | |
genitive | αναχρονιστικού (anachronistikoú) | αναχρονιστικής (anachronistikís) | αναχρονιστικού (anachronistikoú) | αναχρονιστικών (anachronistikón) | αναχρονιστικών (anachronistikón) | αναχρονιστικών (anachronistikón) | |
accusative | αναχρονιστικό (anachronistikó) | αναχρονιστική (anachronistikí) | αναχρονιστικό (anachronistikó) | αναχρονιστικούς (anachronistikoús) | αναχρονιστικές (anachronistikés) | αναχρονιστικά (anachronistiká) | |
vocative | αναχρονιστικέ (anachronistiké) | αναχρονιστική (anachronistikí) | αναχρονιστικό (anachronistikó) | αναχρονιστικοί (anachronistikoí) | αναχρονιστικές (anachronistikés) | αναχρονιστικά (anachronistiká) |