ανείπωτος • (aneípotos) m (feminine ανείπωτη, neuter ανείπωτο)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | ανείπωτος (aneípotos) | ανείπωτη (aneípoti) | ανείπωτο (aneípoto) | ανείπωτοι (aneípotoi) | ανείπωτες (aneípotes) | ανείπωτα (aneípota) | |
genitive | ανείπωτου (aneípotou) | ανείπωτης (aneípotis) | ανείπωτου (aneípotou) | ανείπωτων (aneípoton) | ανείπωτων (aneípoton) | ανείπωτων (aneípoton) | |
accusative | ανείπωτο (aneípoto) | ανείπωτη (aneípoti) | ανείπωτο (aneípoto) | ανείπωτους (aneípotous) | ανείπωτες (aneípotes) | ανείπωτα (aneípota) | |
vocative | ανείπωτε (aneípote) | ανείπωτη (aneípoti) | ανείπωτο (aneípoto) | ανείπωτοι (aneípotoi) | ανείπωτες (aneípotes) | ανείπωτα (aneípota) |