ανειλημμένος • (aneilimménos) m (feminine ανειλημμένη, neuter ανειλημμένο)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | ανειλημμένος (aneilimménos) | ανειλημμένη (aneilimméni) | ανειλημμένο (aneilimméno) | ανειλημμένοι (aneilimménoi) | ανειλημμένες (aneilimménes) | ανειλημμένα (aneilimména) | |
genitive | ανειλημμένου (aneilimménou) | ανειλημμένης (aneilimménis) | ανειλημμένου (aneilimménou) | ανειλημμένων (aneilimménon) | ανειλημμένων (aneilimménon) | ανειλημμένων (aneilimménon) | |
accusative | ανειλημμένο (aneilimméno) | ανειλημμένη (aneilimméni) | ανειλημμένο (aneilimméno) | ανειλημμένους (aneilimménous) | ανειλημμένες (aneilimménes) | ανειλημμένα (aneilimména) | |
vocative | ανειλημμένε (aneilimméne) | ανειλημμένη (aneilimméni) | ανειλημμένο (aneilimméno) | ανειλημμένοι (aneilimménoi) | ανειλημμένες (aneilimménes) | ανειλημμένα (aneilimména) |