ανειλημμένος

Hello, you have come here looking for the meaning of the word ανειλημμένος. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word ανειλημμένος, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say ανειλημμένος in singular and plural. Everything you need to know about the word ανειλημμένος you have here. The definition of the word ανειλημμένος will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition ofανειλημμένος, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.

Greek

Adjective

ανειλημμένος (aneilimménosm (feminine ανειλημμένη, neuter ανειλημμένο)

  1. committed to, undertaken
    ανειλημμένες υποχρεώσειςaneilimménes ypochreóseisundertaken commitments

Declension

Declension of ανειλημμένος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ανειλημμένος (aneilimménos) ανειλημμένη (aneilimméni) ανειλημμένο (aneilimméno) ανειλημμένοι (aneilimménoi) ανειλημμένες (aneilimménes) ανειλημμένα (aneilimména)
genitive ανειλημμένου (aneilimménou) ανειλημμένης (aneilimménis) ανειλημμένου (aneilimménou) ανειλημμένων (aneilimménon) ανειλημμένων (aneilimménon) ανειλημμένων (aneilimménon)
accusative ανειλημμένο (aneilimméno) ανειλημμένη (aneilimméni) ανειλημμένο (aneilimméno) ανειλημμένους (aneilimménous) ανειλημμένες (aneilimménes) ανειλημμένα (aneilimména)
vocative ανειλημμένε (aneilimméne) ανειλημμένη (aneilimméni) ανειλημμένο (aneilimméno) ανειλημμένοι (aneilimménoi) ανειλημμένες (aneilimménes) ανειλημμένα (aneilimména)