From αν- (an-, α- privative) + εκκαθαρισ- (ekkatharis-) + -τος (-tos, adjectival suffix).
ανεκκαθάριστος • (anekkatháristos) m (feminine ανεκκαθάριστη, neuter ανεκκαθάριστο)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ανεκκαθάριστος • | ανεκκαθάριστη • | ανεκκαθάριστο • | ανεκκαθάριστοι • | ανεκκαθάριστες • | ανεκκαθάριστα • |
genitive | ανεκκαθάριστου • | ανεκκαθάριστης • | ανεκκαθάριστου • | ανεκκαθάριστων • | ανεκκαθάριστων • | ανεκκαθάριστων • |
accusative | ανεκκαθάριστο • | ανεκκαθάριστη • | ανεκκαθάριστο • | ανεκκαθάριστους • | ανεκκαθάριστες • | ανεκκαθάριστα • |
vocative | ανεκκαθάριστε • | ανεκκαθάριστη • | ανεκκαθάριστο • | ανεκκαθάριστοι • | ανεκκαθάριστες • | ανεκκαθάριστα • |