From αν- (an-) privative + εκτιμώ (ektimó) + -τος (-tos). Calque of French inestimable, inappréciable.[1]
ανεκτίμητος • (anektímitos) m (feminine ανεκτίμητη, neuter ανεκτίμητο)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ανεκτίμητος • | ανεκτίμητη • | ανεκτίμητο • | ανεκτίμητοι • | ανεκτίμητες • | ανεκτίμητα • |
genitive | ανεκτίμητου • | ανεκτίμητης • | ανεκτίμητου • | ανεκτίμητων • | ανεκτίμητων • | ανεκτίμητων • |
accusative | ανεκτίμητο • | ανεκτίμητη • | ανεκτίμητο • | ανεκτίμητους • | ανεκτίμητες • | ανεκτίμητα • |
vocative | ανεκτίμητε • | ανεκτίμητη • | ανεκτίμητο • | ανεκτίμητοι • | ανεκτίμητες • | ανεκτίμητα • |