ανεμομετρικός • (anemometrikós) m (feminine ανεμομετρική, neuter ανεμομετρικό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | ανεμομετρικός (anemometrikós) | ανεμομετρική (anemometrikí) | ανεμομετρικό (anemometrikó) | ανεμομετρικοί (anemometrikoí) | ανεμομετρικές (anemometrikés) | ανεμομετρικά (anemometriká) | |
genitive | ανεμομετρικού (anemometrikoú) | ανεμομετρικής (anemometrikís) | ανεμομετρικού (anemometrikoú) | ανεμομετρικών (anemometrikón) | ανεμομετρικών (anemometrikón) | ανεμομετρικών (anemometrikón) | |
accusative | ανεμομετρικό (anemometrikó) | ανεμομετρική (anemometrikí) | ανεμομετρικό (anemometrikó) | ανεμομετρικούς (anemometrikoús) | ανεμομετρικές (anemometrikés) | ανεμομετρικά (anemometriká) | |
vocative | ανεμομετρικέ (anemometriké) | ανεμομετρική (anemometrikí) | ανεμομετρικό (anemometrikó) | ανεμομετρικοί (anemometrikoí) | ανεμομετρικές (anemometrikés) | ανεμομετρικά (anemometriká) |