άνεμος (ánemos, “wind”) + στρόβιλος (stróvilos, “vortex”)
ανεμοστρόβιλος • (anemostróvilos) m (plural ανεμοστρόβιλοι)
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ανεμοστρόβιλος (anemostróvilos) | ανεμοστρόβιλοι (anemostróviloi) |
genitive | ανεμοστρόβιλου (anemostróvilou) ανεμοστροβίλου (anemostrovílou) |
ανεμοστρόβιλων (anemostróvilon) ανεμοστροβίλων (anemostrovílon) |
accusative | ανεμοστρόβιλο (anemostróvilo) | ανεμοστρόβιλους (anemostróvilous) ανεμοστροβίλους (anemostrovílous) |
vocative | ανεμοστρόβιλε (anemostróvile) | ανεμοστρόβιλοι (anemostróviloi) |
Second forms are formal.