ανεξάλειπτος

Hello, you have come here looking for the meaning of the word ανεξάλειπτος. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word ανεξάλειπτος, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say ανεξάλειπτος in singular and plural. Everything you need to know about the word ανεξάλειπτος you have here. The definition of the word ανεξάλειπτος will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition ofανεξάλειπτος, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.

Greek

Etymology

From Ancient Greek ἀνεξάλειπτος (anexáleiptos).

Adjective

ανεξάλειπτος (anexáleiptosm (feminine ανεξάλειπτη, neuter ανεξάλειπτο)

  1. indelible
    Synonym: ανεξίτηλος (anexítilos)

Declension

Declension of ανεξάλειπτος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ανεξάλειπτος (anexáleiptos) ανεξάλειπτη (anexáleipti) ανεξάλειπτο (anexáleipto) ανεξάλειπτοι (anexáleiptoi) ανεξάλειπτες (anexáleiptes) ανεξάλειπτα (anexáleipta)
genitive ανεξάλειπτου (anexáleiptou) ανεξάλειπτης (anexáleiptis) ανεξάλειπτου (anexáleiptou) ανεξάλειπτων (anexáleipton) ανεξάλειπτων (anexáleipton) ανεξάλειπτων (anexáleipton)
accusative ανεξάλειπτο (anexáleipto) ανεξάλειπτη (anexáleipti) ανεξάλειπτο (anexáleipto) ανεξάλειπτους (anexáleiptous) ανεξάλειπτες (anexáleiptes) ανεξάλειπτα (anexáleipta)
vocative ανεξάλειπτε (anexáleipte) ανεξάλειπτη (anexáleipti) ανεξάλειπτο (anexáleipto) ανεξάλειπτοι (anexáleiptoi) ανεξάλειπτες (anexáleiptes) ανεξάλειπτα (anexáleipta)