From Ancient Greek ἀνεξάλειπτος (anexáleiptos).
ανεξάλειπτος • (anexáleiptos) m (feminine ανεξάλειπτη, neuter ανεξάλειπτο)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | ανεξάλειπτος (anexáleiptos) | ανεξάλειπτη (anexáleipti) | ανεξάλειπτο (anexáleipto) | ανεξάλειπτοι (anexáleiptoi) | ανεξάλειπτες (anexáleiptes) | ανεξάλειπτα (anexáleipta) | |
genitive | ανεξάλειπτου (anexáleiptou) | ανεξάλειπτης (anexáleiptis) | ανεξάλειπτου (anexáleiptou) | ανεξάλειπτων (anexáleipton) | ανεξάλειπτων (anexáleipton) | ανεξάλειπτων (anexáleipton) | |
accusative | ανεξάλειπτο (anexáleipto) | ανεξάλειπτη (anexáleipti) | ανεξάλειπτο (anexáleipto) | ανεξάλειπτους (anexáleiptous) | ανεξάλειπτες (anexáleiptes) | ανεξάλειπτα (anexáleipta) | |
vocative | ανεξάλειπτε (anexáleipte) | ανεξάλειπτη (anexáleipti) | ανεξάλειπτο (anexáleipto) | ανεξάλειπτοι (anexáleiptoi) | ανεξάλειπτες (anexáleiptes) | ανεξάλειπτα (anexáleipta) |