ανεξαρτητοποίηση • (anexartitopoíisi) f (plural ανεξαρτητοποιήσεις)
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ανεξαρτητοποίηση (anexartitopoíisi) | ανεξαρτητοποιήσεις (anexartitopoiíseis) |
genitive | ανεξαρτητοποίησης (anexartitopoíisis) | ανεξαρτητοποιήσεων (anexartitopoiíseon) |
accusative | ανεξαρτητοποίηση (anexartitopoíisi) | ανεξαρτητοποιήσεις (anexartitopoiíseis) |
vocative | ανεξαρτητοποίηση (anexartitopoíisi) | ανεξαρτητοποιήσεις (anexartitopoiíseis) |
Older or formal genitive singular: ανεξαρτητοποιήσεως (anexartitopoiíseos)