ανεξιχνίαστος

Hello, you have come here looking for the meaning of the word ανεξιχνίαστος. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word ανεξιχνίαστος, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say ανεξιχνίαστος in singular and plural. Everything you need to know about the word ανεξιχνίαστος you have here. The definition of the word ανεξιχνίαστος will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition ofανεξιχνίαστος, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.

Greek

Adjective

ανεξιχνίαστος (anexichníastosm (feminine ανεξιχνίαστη, neuter ανεξιχνίαστο)

  1. unfathomable, insoluble, unsolvable
    Synonym: ανεξερεύνητος (anexerévnitos)
  2. inscrutable

Declension

Declension of ανεξιχνίαστος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ανεξιχνίαστος (anexichníastos) ανεξιχνίαστη (anexichníasti) ανεξιχνίαστο (anexichníasto) ανεξιχνίαστοι (anexichníastoi) ανεξιχνίαστες (anexichníastes) ανεξιχνίαστα (anexichníasta)
genitive ανεξιχνίαστου (anexichníastou) ανεξιχνίαστης (anexichníastis) ανεξιχνίαστου (anexichníastou) ανεξιχνίαστων (anexichníaston) ανεξιχνίαστων (anexichníaston) ανεξιχνίαστων (anexichníaston)
accusative ανεξιχνίαστο (anexichníasto) ανεξιχνίαστη (anexichníasti) ανεξιχνίαστο (anexichníasto) ανεξιχνίαστους (anexichníastous) ανεξιχνίαστες (anexichníastes) ανεξιχνίαστα (anexichníasta)
vocative ανεξιχνίαστε (anexichníaste) ανεξιχνίαστη (anexichníasti) ανεξιχνίαστο (anexichníasto) ανεξιχνίαστοι (anexichníastoi) ανεξιχνίαστες (anexichníastes) ανεξιχνίαστα (anexichníasta)