ανεξοικείωτος • (anexoikeíotos) m (feminine ανεξοικείωτη, neuter ανεξοικείωτο)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | ανεξοικείωτος (anexoikeíotos) | ανεξοικείωτη (anexoikeíoti) | ανεξοικείωτο (anexoikeíoto) | ανεξοικείωτοι (anexoikeíotoi) | ανεξοικείωτες (anexoikeíotes) | ανεξοικείωτα (anexoikeíota) | |
genitive | ανεξοικείωτου (anexoikeíotou) | ανεξοικείωτης (anexoikeíotis) | ανεξοικείωτου (anexoikeíotou) | ανεξοικείωτων (anexoikeíoton) | ανεξοικείωτων (anexoikeíoton) | ανεξοικείωτων (anexoikeíoton) | |
accusative | ανεξοικείωτο (anexoikeíoto) | ανεξοικείωτη (anexoikeíoti) | ανεξοικείωτο (anexoikeíoto) | ανεξοικείωτους (anexoikeíotous) | ανεξοικείωτες (anexoikeíotes) | ανεξοικείωτα (anexoikeíota) | |
vocative | ανεξοικείωτε (anexoikeíote) | ανεξοικείωτη (anexoikeíoti) | ανεξοικείωτο (anexoikeíoto) | ανεξοικείωτοι (anexoikeíotoi) | ανεξοικείωτες (anexoikeíotes) | ανεξοικείωτα (anexoikeíota) |