ανεξοικείωτος

Hello, you have come here looking for the meaning of the word ανεξοικείωτος. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word ανεξοικείωτος, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say ανεξοικείωτος in singular and plural. Everything you need to know about the word ανεξοικείωτος you have here. The definition of the word ανεξοικείωτος will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition ofανεξοικείωτος, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.

Greek

Adjective

ανεξοικείωτος (anexoikeíotosm (feminine ανεξοικείωτη, neuter ανεξοικείωτο)

  1. unfamiliar, unaccustomed

Declension

Declension of ανεξοικείωτος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ανεξοικείωτος (anexoikeíotos) ανεξοικείωτη (anexoikeíoti) ανεξοικείωτο (anexoikeíoto) ανεξοικείωτοι (anexoikeíotoi) ανεξοικείωτες (anexoikeíotes) ανεξοικείωτα (anexoikeíota)
genitive ανεξοικείωτου (anexoikeíotou) ανεξοικείωτης (anexoikeíotis) ανεξοικείωτου (anexoikeíotou) ανεξοικείωτων (anexoikeíoton) ανεξοικείωτων (anexoikeíoton) ανεξοικείωτων (anexoikeíoton)
accusative ανεξοικείωτο (anexoikeíoto) ανεξοικείωτη (anexoikeíoti) ανεξοικείωτο (anexoikeíoto) ανεξοικείωτους (anexoikeíotous) ανεξοικείωτες (anexoikeíotes) ανεξοικείωτα (anexoikeíota)
vocative ανεξοικείωτε (anexoikeíote) ανεξοικείωτη (anexoikeíoti) ανεξοικείωτο (anexoikeíoto) ανεξοικείωτοι (anexoikeíotoi) ανεξοικείωτες (anexoikeíotes) ανεξοικείωτα (anexoikeíota)