ανεξουσιοδότητος

Hello, you have come here looking for the meaning of the word ανεξουσιοδότητος. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word ανεξουσιοδότητος, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say ανεξουσιοδότητος in singular and plural. Everything you need to know about the word ανεξουσιοδότητος you have here. The definition of the word ανεξουσιοδότητος will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition ofανεξουσιοδότητος, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.

Greek

Adjective

ανεξουσιοδότητος (anexousiodótitosm (feminine ανεξουσιοδότητη, neuter ανεξουσιοδότητο)

  1. unauthorised, not authorised (UK); unauthorized, not authorized (US)
    Antonym: εξουσιοδοτημένος (exousiodotiménos)
  2. empowered

Declension

Declension of ανεξουσιοδότητος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ανεξουσιοδότητος (anexousiodótitos) ανεξουσιοδότητη (anexousiodótiti) ανεξουσιοδότητο (anexousiodótito) ανεξουσιοδότητοι (anexousiodótitoi) ανεξουσιοδότητες (anexousiodótites) ανεξουσιοδότητα (anexousiodótita)
genitive ανεξουσιοδότητου (anexousiodótitou) ανεξουσιοδότητης (anexousiodótitis) ανεξουσιοδότητου (anexousiodótitou) ανεξουσιοδότητων (anexousiodótiton) ανεξουσιοδότητων (anexousiodótiton) ανεξουσιοδότητων (anexousiodótiton)
accusative ανεξουσιοδότητο (anexousiodótito) ανεξουσιοδότητη (anexousiodótiti) ανεξουσιοδότητο (anexousiodótito) ανεξουσιοδότητους (anexousiodótitous) ανεξουσιοδότητες (anexousiodótites) ανεξουσιοδότητα (anexousiodótita)
vocative ανεξουσιοδότητε (anexousiodótite) ανεξουσιοδότητη (anexousiodótiti) ανεξουσιοδότητο (anexousiodótito) ανεξουσιοδότητοι (anexousiodótitoi) ανεξουσιοδότητες (anexousiodótites) ανεξουσιοδότητα (anexousiodótita)