ανεπιεικής • (anepieikís) m (feminine ανεπιεικής, neuter ανεπιεικές)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | ανεπιεικής (anepieikís) | ανεπιεικής (anepieikís) | ανεπιεικές (anepieikés) | ανεπιεικείς (anepieikeís) | ανεπιεικείς (anepieikeís) | ανεπιεική (anepieikí) | |
genitive | ανεπιεικούς (anepieikoús) ανεπιεική (anepieikí) |
ανεπιεικούς (anepieikoús) | ανεπιεικούς (anepieikoús) | ανεπιεικών (anepieikón) | ανεπιεικών (anepieikón) | ανεπιεικών (anepieikón) | |
accusative | ανεπιεική (anepieikí) | ανεπιεική (anepieikí) | ανεπιεικές (anepieikés) | ανεπιεικείς (anepieikeís) | ανεπιεικείς (anepieikeís) | ανεπιεική (anepieikí) | |
vocative | ανεπιεική (anepieikí) ανεπιεικής (anepieikís) |
ανεπιεικής (anepieikís) | ανεπιεικές (anepieikés) | ανεπιεικείς (anepieikeís) | ανεπιεικείς (anepieikeís) | ανεπιεική (anepieikí) |