Learnedly, from Hellenistic Koine Greek ἀνεπιθύμητος (anepithúmētos, “one without desire”). By surface analysis, αν- (an-, α- privative) + επιθυμητός (epithymitós, “desired, wanted”).[1]
ανεπιθύμητος • (anepithýmitos) m (feminine ανεπιθύμητη, neuter ανεπιθύμητο)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ανεπιθύμητος • | ανεπιθύμητη • | ανεπιθύμητο • | ανεπιθύμητοι • | ανεπιθύμητες • | ανεπιθύμητα • |
genitive | ανεπιθύμητου • | ανεπιθύμητης • | ανεπιθύμητου • | ανεπιθύμητων • | ανεπιθύμητων • | ανεπιθύμητων • |
accusative | ανεπιθύμητο • | ανεπιθύμητη • | ανεπιθύμητο • | ανεπιθύμητους • | ανεπιθύμητες • | ανεπιθύμητα • |
vocative | ανεπιθύμητε • | ανεπιθύμητη • | ανεπιθύμητο • | ανεπιθύμητοι • | ανεπιθύμητες • | ανεπιθύμητα • |