ανευρυσματικός

Hello, you have come here looking for the meaning of the word ανευρυσματικός. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word ανευρυσματικός, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say ανευρυσματικός in singular and plural. Everything you need to know about the word ανευρυσματικός you have here. The definition of the word ανευρυσματικός will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition ofανευρυσματικός, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.

Greek

Adjective

ανευρυσματικός (anevrysmatikósm (feminine ανευρυσματική, neuter ανευρυσματικό)

  1. aneurysmal, aneurysmatic

Declension

Declension of ανευρυσματικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ανευρυσματικός (anevrysmatikós) ανευρυσματική (anevrysmatikí) ανευρυσματικό (anevrysmatikó) ανευρυσματικοί (anevrysmatikoí) ανευρυσματικές (anevrysmatikés) ανευρυσματικά (anevrysmatiká)
genitive ανευρυσματικού (anevrysmatikoú) ανευρυσματικής (anevrysmatikís) ανευρυσματικού (anevrysmatikoú) ανευρυσματικών (anevrysmatikón) ανευρυσματικών (anevrysmatikón) ανευρυσματικών (anevrysmatikón)
accusative ανευρυσματικό (anevrysmatikó) ανευρυσματική (anevrysmatikí) ανευρυσματικό (anevrysmatikó) ανευρυσματικούς (anevrysmatikoús) ανευρυσματικές (anevrysmatikés) ανευρυσματικά (anevrysmatiká)
vocative ανευρυσματικέ (anevrysmatiké) ανευρυσματική (anevrysmatikí) ανευρυσματικό (anevrysmatikó) ανευρυσματικοί (anevrysmatikoí) ανευρυσματικές (anevrysmatikés) ανευρυσματικά (anevrysmatiká)