ανημέρωτος • (animérotos) m (feminine ανημέρωτη, neuter ανημέρωτο)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | ανημέρωτος (animérotos) | ανημέρωτη (animéroti) | ανημέρωτο (animéroto) | ανημέρωτοι (animérotoi) | ανημέρωτες (animérotes) | ανημέρωτα (animérota) | |
genitive | ανημέρωτου (animérotou) | ανημέρωτης (animérotis) | ανημέρωτου (animérotou) | ανημέρωτων (animéroton) | ανημέρωτων (animéroton) | ανημέρωτων (animéroton) | |
accusative | ανημέρωτο (animéroto) | ανημέρωτη (animéroti) | ανημέρωτο (animéroto) | ανημέρωτους (animérotous) | ανημέρωτες (animérotes) | ανημέρωτα (animérota) | |
vocative | ανημέρωτε (animérote) | ανημέρωτη (animéroti) | ανημέρωτο (animéroto) | ανημέρωτοι (animérotoi) | ανημέρωτες (animérotes) | ανημέρωτα (animérota) |