ανθρακοποίηση • (anthrakopoíisi) f (plural ανθρακοποιήσεις)
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ανθρακοποίηση (anthrakopoíisi) | ανθρακοποιήσεις (anthrakopoiíseis) |
genitive | ανθρακοποίησης (anthrakopoíisis) | ανθρακοποιήσεων (anthrakopoiíseon) |
accusative | ανθρακοποίηση (anthrakopoíisi) | ανθρακοποιήσεις (anthrakopoiíseis) |
vocative | ανθρακοποίηση (anthrakopoíisi) | ανθρακοποιήσεις (anthrakopoiíseis) |
Older or formal genitive singular: ανθρακοποιήσεως (anthrakopoiíseos)