Learnedly from άνθρακ(ας) (ánthrak(as)) + -ούχος (-oúchos), a calque of French carbonifère and German kohlehaltig.[1]
ανθρακούχος • (anthrakoúchos) m (feminine ανθρακούχος or ανθρακούχα, neuter ανθρακικό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | ανθρακούχος (anthrakoúchos) | ανθρακούχος (anthrakoúchos) ανθρακούχα (anthrakoúcha) |
ανθρακούχο (anthrakoúcho) | ανθρακούχοι (anthrakoúchoi) | ανθρακούχοι (anthrakoúchoi) ανθρακούχες (anthrakoúches) |
ανθρακούχα (anthrakoúcha) | |
genitive | ανθρακούχου (anthrakoúchou) | ανθρακούχου (anthrakoúchou) ανθρακούχας (anthrakoúchas) |
ανθρακούχου (anthrakoúchou) | ανθρακούχων (anthrakoúchon) | ανθρακούχων (anthrakoúchon) | ανθρακούχων (anthrakoúchon) | |
accusative | ανθρακούχο (anthrakoúcho) | ανθρακούχο (anthrakoúcho) ανθρακούχα (anthrakoúcha) |
ανθρακούχο (anthrakoúcho) | ανθρακούχους (anthrakoúchous) | ανθρακούχους (anthrakoúchous) ανθρακούχες (anthrakoúches) |
ανθρακούχα (anthrakoúcha) | |
vocative | ανθρακούχε (anthrakoúche) | ανθρακούχε (anthrakoúche) ανθρακούχα (anthrakoúcha) |
ανθρακούχο (anthrakoúcho) | ανθρακούχοι (anthrakoúchoi) | ανθρακούχοι (anthrakoúchoi) ανθρακούχες (anthrakoúches) |
ανθρακούχα (anthrakoúcha) |
Notes: The feminine forms shown first are more literary or formal.