ανθρωποπλημμύρα • (anthropoplimmýra) f (plural ανθρωποπλημμύρες)
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ανθρωποπλημμύρα (anthropoplimmýra) | ανθρωποπλημμύρες (anthropoplimmýres) |
genitive | ανθρωποπλημμύρας (anthropoplimmýras) | ανθρωποπλημμυρών (anthropoplimmyrón) |
accusative | ανθρωποπλημμύρα (anthropoplimmýra) | ανθρωποπλημμύρες (anthropoplimmýres) |
vocative | ανθρωποπλημμύρα (anthropoplimmýra) | ανθρωποπλημμύρες (anthropoplimmýres) |