ανθρωπόκαινος • (anthropókainos) m (feminine ανθρωπόκαινη or ανθρωπόκαινος, neuter ανθρωπόκαινο)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | ανθρωπόκαινος (anthropókainos) | ανθρωπόκαινος (anthropókainos) ανθρωπόκαινη (anthropókaini) |
ανθρωπόκαινο (anthropókaino) | ανθρωπόκαινοι (anthropókainoi) | ανθρωπόκαινοι (anthropókainoi) ανθρωπόκαινες (anthropókaines) |
ανθρωπόκαινα (anthropókaina) | |
genitive | ανθρωπόκαινου (anthropókainou) | ανθρωπόκαινου (anthropókainou) ανθρωπόκαινης (anthropókainis) |
ανθρωπόκαινου (anthropókainou) | ανθρωπόκαινων (anthropókainon) | ανθρωπόκαινων (anthropókainon) | ανθρωπόκαινων (anthropókainon) | |
accusative | ανθρωπόκαινο (anthropókaino) | ανθρωπόκαινο (anthropókaino) ανθρωπόκαινη (anthropókaini) |
ανθρωπόκαινο (anthropókaino) | ανθρωπόκαινους (anthropókainous) | ανθρωπόκαινους (anthropókainous) ανθρωπόκαινες (anthropókaines) |
ανθρωπόκαινα (anthropókaina) | |
vocative | ανθρωπόκαινε (anthropókaine) | ανθρωπόκαινε (anthropókaine) ανθρωπόκαινη (anthropókaini) |
ανθρωπόκαινο (anthropókaino) | ανθρωπόκαινοι (anthropókainoi) | ανθρωπόκαινοι (anthropókainoi) ανθρωπόκαινες (anthropókaines) |
ανθρωπόκαινα (anthropókaina) |