ανθυπομειδίαμα • (anthypomeidíama) n (plural ανθυπομειδιάματα)
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ανθυπομειδίαμα (anthypomeidíama) | ανθυπομειδιάματα (anthypomeidiámata) |
genitive | ανθυπομειδιάματος (anthypomeidiámatos) | ανθυπομειδιαμάτων (anthypomeidiamáton) |
accusative | ανθυπομειδίαμα (anthypomeidíama) | ανθυπομειδιάματα (anthypomeidiámata) |
vocative | ανθυπομειδίαμα (anthypomeidíama) | ανθυπομειδιάματα (anthypomeidiámata) |