ανιδιοτελής • (anidiotelís) m (feminine ανιδιοτελής, neuter ανιδιοτελές)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | ανιδιοτελής (anidiotelís) | ανιδιοτελής (anidiotelís) | ανιδιοτελές (anidiotelés) | ανιδιοτελείς (anidioteleís) | ανιδιοτελείς (anidioteleís) | ανιδιοτελή (anidiotelí) | |
genitive | ανιδιοτελούς (anidioteloús) ανιδιοτελή (anidiotelí) |
ανιδιοτελούς (anidioteloús) | ανιδιοτελούς (anidioteloús) | ανιδιοτελών (anidiotelón) | ανιδιοτελών (anidiotelón) | ανιδιοτελών (anidiotelón) | |
accusative | ανιδιοτελή (anidiotelí) | ανιδιοτελή (anidiotelí) | ανιδιοτελές (anidiotelés) | ανιδιοτελείς (anidioteleís) | ανιδιοτελείς (anidioteleís) | ανιδιοτελή (anidiotelí) | |
vocative | ανιδιοτελή (anidiotelí) ανιδιοτελής (anidiotelís) |
ανιδιοτελής (anidiotelís) | ανιδιοτελές (anidiotelés) | ανιδιοτελείς (anidioteleís) | ανιδιοτελείς (anidioteleís) | ανιδιοτελή (anidiotelí) |