ανιμιστικός • (animistikós) m (feminine ανιμιστική, neuter ανιμιστικό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | ανιμιστικος (animistikos) | ανιμιστικη (animistiki) | ανιμιστικο (animistiko) | ανιμιστικοι (animistikoi) | ανιμιστικες (animistikes) | ανιμιστικα (animistika) | |
genitive | ανιμιστικου (animistikou) | ανιμιστικης (animistikis) | ανιμιστικου (animistikou) | ανιμιστικων (animistikon) | ανιμιστικων (animistikon) | ανιμιστικων (animistikon) | |
accusative | ανιμιστικο (animistiko) | ανιμιστικη (animistiki) | ανιμιστικο (animistiko) | ανιμιστικους (animistikous) | ανιμιστικες (animistikes) | ανιμιστικα (animistika) | |
vocative | ανιμιστικε (animistike) | ανιμιστικη (animistiki) | ανιμιστικο (animistiko) | ανιμιστικοι (animistikoi) | ανιμιστικες (animistikes) | ανιμιστικα (animistika) |