Koine Greek ἀνισοβαρής (anisobarḗs)
ανισοβαρής • (anisovarís) m (feminine ανισοβαρής, neuter ανισοβαρές)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | ανισοβαρής (anisovarís) | ανισοβαρής (anisovarís) | ανισοβαρές (anisovarés) | ανισοβαρείς (anisovareís) | ανισοβαρείς (anisovareís) | ανισοβαρή (anisovarí) | |
genitive | ανισοβαρούς (anisovaroús) ανισοβαρή (anisovarí) |
ανισοβαρούς (anisovaroús) | ανισοβαρούς (anisovaroús) | ανισοβαρών (anisovarón) | ανισοβαρών (anisovarón) | ανισοβαρών (anisovarón) | |
accusative | ανισοβαρή (anisovarí) | ανισοβαρή (anisovarí) | ανισοβαρές (anisovarés) | ανισοβαρείς (anisovareís) | ανισοβαρείς (anisovareís) | ανισοβαρή (anisovarí) | |
vocative | ανισοβαρή (anisovarí) ανισοβαρής (anisovarís) |
ανισοβαρής (anisovarís) | ανισοβαρές (anisovarés) | ανισοβαρείς (anisovareís) | ανισοβαρείς (anisovareís) | ανισοβαρή (anisovarí) |