ανισόμετρος

Hello, you have come here looking for the meaning of the word ανισόμετρος. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word ανισόμετρος, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say ανισόμετρος in singular and plural. Everything you need to know about the word ανισόμετρος you have here. The definition of the word ανισόμετρος will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition ofανισόμετρος, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.

Greek

Etymology

ανισό- (anisó-, unequal) +‎ μέτρο (métro, measurement)

Adjective

ανισόμετρος (anisómetrosm (feminine ανισόμετρη, neuter ανισόμετρο)

  1. of unequal measurement, asymmetric

Declension

Declension of ανισόμετρος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ανισόμετρος (anisómetros) ανισόμετρη (anisómetri) ανισόμετρο (anisómetro) ανισόμετροι (anisómetroi) ανισόμετρες (anisómetres) ανισόμετρα (anisómetra)
genitive ανισόμετρου (anisómetrou) ανισόμετρης (anisómetris) ανισόμετρου (anisómetrou) ανισόμετρων (anisómetron) ανισόμετρων (anisómetron) ανισόμετρων (anisómetron)
accusative ανισόμετρο (anisómetro) ανισόμετρη (anisómetri) ανισόμετρο (anisómetro) ανισόμετρους (anisómetrous) ανισόμετρες (anisómetres) ανισόμετρα (anisómetra)
vocative ανισόμετρε (anisómetre) ανισόμετρη (anisómetri) ανισόμετρο (anisómetro) ανισόμετροι (anisómetroi) ανισόμετρες (anisómetres) ανισόμετρα (anisómetra)