ανισό- (anisó-, “unequal”) + πλευρά (plevrá, “side”)
ανισόπλευρος • (anisóplevros) m (feminine ανισόπλευρη, neuter ανισόπλευρο)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | ανισόπλευρος (anisóplevros) | ανισόπλευρη (anisóplevri) | ανισόπλευρο (anisóplevro) | ανισόπλευροι (anisóplevroi) | ανισόπλευρες (anisóplevres) | ανισόπλευρα (anisóplevra) | |
genitive | ανισόπλευρου (anisóplevrou) | ανισόπλευρης (anisóplevris) | ανισόπλευρου (anisóplevrou) | ανισόπλευρων (anisóplevron) | ανισόπλευρων (anisóplevron) | ανισόπλευρων (anisóplevron) | |
accusative | ανισόπλευρο (anisóplevro) | ανισόπλευρη (anisóplevri) | ανισόπλευρο (anisóplevro) | ανισόπλευρους (anisóplevrous) | ανισόπλευρες (anisóplevres) | ανισόπλευρα (anisóplevra) | |
vocative | ανισόπλευρε (anisóplevre) | ανισόπλευρη (anisóplevri) | ανισόπλευρο (anisóplevro) | ανισόπλευροι (anisóplevroi) | ανισόπλευρες (anisóplevres) | ανισόπλευρα (anisóplevra) |