Inherited from Byzantine Greek. By surface analysis, ανοίγω (anoígo, “to open”) + -ο- (-o-) + κλείνω (kleíno, “to close”).[1]
ανοιγοκλείνω • (anoigokleíno) (past ανοιγόκλεισα, passive —)
Active voice ➤ | ||||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | ||
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | ||
1 sg | ανοιγοκλείνω | ανοιγοκλείσω | ||
2 sg | ανοιγοκλείνεις | ανοιγοκλείσεις | ||
3 sg | ανοιγοκλείνει | ανοιγοκλείσει | ||
1 pl | ανοιγοκλείνουμε, [‑ομε] | ανοιγοκλείσουμε, [‑ομε] | ||
2 pl | ανοιγοκλείνετε | ανοιγοκλείσετε | ||
3 pl | ανοιγοκλείνουν(ε) | ανοιγοκλείσουν(ε) | ||
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | ||
1 sg | ανοιγόκλεινα | ανοιγόκλεισα | ||
2 sg | ανοιγόκλεινες | ανοιγόκλεισες | ||
3 sg | ανοιγόκλεινε | ανοιγόκλεισε | ||
1 pl | ανοιγοκλείναμε | ανοιγοκλείσαμε | ||
2 pl | ανοιγοκλείνατε | ανοιγοκλείσατε | ||
3 pl | ανοιγόκλειναν, ανοιγοκλείναν(ε) | ανοιγόκλεισαν, ανοιγοκλείσαν(ε) | ||
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | ||
1 sg | θα ανοιγοκλείνω ➤ | θα ανοιγοκλείσω ➤ | ||
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα ανοιγοκλείνεις, … | θα ανοιγοκλείσεις, … | ||
Perfect aspect ➤ | ||||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … ανοιγοκλείσει | |||
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … ανοιγοκλείσει | |||
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … ανοιγοκλείσει | |||
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | ||
2 sg | ανοιγόκλεινε | ανοιγόκλεισε | ||
2 pl | ανοιγοκλείνετε | ανοιγοκλείστε | ||
Other forms | ||||
Active present participle ➤ | ανοιγοκλείνοντας ➤ | |||
Active perfect participle ➤ | έχοντας ανοιγοκλείσει ➤ | |||
Passive perfect participle ➤ | — | |||
Nonfinite form ➤ | ανοιγοκλείσει | |||
Notes Appendix:Greek verbs |
• (…) optional or informal. rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||