ανοιχτόμυαλος • (anoichtómyalos) m (feminine ανοιχτόμυαλη, neuter ανοιχτόμυαλο)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | ανοιχτόμυαλος (anoichtómyalos) | ανοιχτόμυαλη (anoichtómyali) | ανοιχτόμυαλο (anoichtómyalo) | ανοιχτόμυαλοι (anoichtómyaloi) | ανοιχτόμυαλες (anoichtómyales) | ανοιχτόμυαλα (anoichtómyala) | |
genitive | ανοιχτόμυαλου (anoichtómyalou) | ανοιχτόμυαλης (anoichtómyalis) | ανοιχτόμυαλου (anoichtómyalou) | ανοιχτόμυαλων (anoichtómyalon) | ανοιχτόμυαλων (anoichtómyalon) | ανοιχτόμυαλων (anoichtómyalon) | |
accusative | ανοιχτόμυαλο (anoichtómyalo) | ανοιχτόμυαλη (anoichtómyali) | ανοιχτόμυαλο (anoichtómyalo) | ανοιχτόμυαλους (anoichtómyalous) | ανοιχτόμυαλες (anoichtómyales) | ανοιχτόμυαλα (anoichtómyala) | |
vocative | ανοιχτόμυαλε (anoichtómyale) | ανοιχτόμυαλη (anoichtómyali) | ανοιχτόμυαλο (anoichtómyalo) | ανοιχτόμυαλοι (anoichtómyaloi) | ανοιχτόμυαλες (anoichtómyales) | ανοιχτόμυαλα (anoichtómyala) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ανοιχτόμυαλος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ανοιχτόμυαλος, etc.)