ανομιμοποίητος

Hello, you have come here looking for the meaning of the word ανομιμοποίητος. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word ανομιμοποίητος, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say ανομιμοποίητος in singular and plural. Everything you need to know about the word ανομιμοποίητος you have here. The definition of the word ανομιμοποίητος will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition ofανομιμοποίητος, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.

Greek

Adjective

ανομιμοποίητος (anomimopoíitosm (feminine ανομιμοποίητη, neuter ανομιμοποίητο)

  1. unlegalised

Declension

Declension of ανομιμοποίητος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ανομιμοποίητος (anomimopoíitos) ανομιμοποίητη (anomimopoíiti) ανομιμοποίητο (anomimopoíito) ανομιμοποίητοι (anomimopoíitoi) ανομιμοποίητες (anomimopoíites) ανομιμοποίητα (anomimopoíita)
genitive ανομιμοποίητου (anomimopoíitou) ανομιμοποίητης (anomimopoíitis) ανομιμοποίητου (anomimopoíitou) ανομιμοποίητων (anomimopoíiton) ανομιμοποίητων (anomimopoíiton) ανομιμοποίητων (anomimopoíiton)
accusative ανομιμοποίητο (anomimopoíito) ανομιμοποίητη (anomimopoíiti) ανομιμοποίητο (anomimopoíito) ανομιμοποίητους (anomimopoíitous) ανομιμοποίητες (anomimopoíites) ανομιμοποίητα (anomimopoíita)
vocative ανομιμοποίητε (anomimopoíite) ανομιμοποίητη (anomimopoíiti) ανομιμοποίητο (anomimopoíito) ανομιμοποίητοι (anomimopoíitoi) ανομιμοποίητες (anomimopoíites) ανομιμοποίητα (anomimopoíita)