From αν- (an-, α- privative) + ορθόδοξος (orthódoxos, “orthodox”); calque of English unorthodox.[1] First attested 1898.
ανορθόδοξος • (anorthódoxos) m (feminine ανορθόδοξη, neuter ανορθόδοξο)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ανορθόδοξος • | ανορθόδοξη • | ανορθόδοξο • | ανορθόδοξοι • | ανορθόδοξες • | ανορθόδοξα • |
genitive | ανορθόδοξου • | ανορθόδοξης • | ανορθόδοξου • | ανορθόδοξων • | ανορθόδοξων • | ανορθόδοξων • |
accusative | ανορθόδοξο • | ανορθόδοξη • | ανορθόδοξο • | ανορθόδοξους • | ανορθόδοξες • | ανορθόδοξα • |
vocative | ανορθόδοξε • | ανορθόδοξη • | ανορθόδοξο • | ανορθόδοξοι • | ανορθόδοξες • | ανορθόδοξα • |