ανορυγμένος

Hello, you have come here looking for the meaning of the word ανορυγμένος. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word ανορυγμένος, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say ανορυγμένος in singular and plural. Everything you need to know about the word ανορυγμένος you have here. The definition of the word ανορυγμένος will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition ofανορυγμένος, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.

Greek

Pronunciation

  • IPA(key): /a.no.ɾiɣˈme.nos/
  • Hyphenation: α‧νο‧ρυγ‧μέ‧νος

Participle

ανορυγμένος (anorygménosm (feminine ανορυγμένη, neuter ανορυγμένο)

  1. perfect passive participle of ανορύσσω (anorýsso)

Declension

Declension of ανορυγμένος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ανορυγμένος (anorygménos) ανορυγμένη (anorygméni) ανορυγμένο (anorygméno) ανορυγμένοι (anorygménoi) ανορυγμένες (anorygménes) ανορυγμένα (anorygména)
genitive ανορυγμένου (anorygménou) ανορυγμένης (anorygménis) ανορυγμένου (anorygménou) ανορυγμένων (anorygménon) ανορυγμένων (anorygménon) ανορυγμένων (anorygménon)
accusative ανορυγμένο (anorygméno) ανορυγμένη (anorygméni) ανορυγμένο (anorygméno) ανορυγμένους (anorygménous) ανορυγμένες (anorygménes) ανορυγμένα (anorygména)
vocative ανορυγμένε (anorygméne) ανορυγμένη (anorygméni) ανορυγμένο (anorygméno) ανορυγμένοι (anorygménoi) ανορυγμένες (anorygménes) ανορυγμένα (anorygména)

See also