ανταλλάζιμος • (antallázimos) m (feminine ανταλλάζιμη, neuter ανταλλάζιμο)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | ανταλλάζιμος (antallázimos) | ανταλλάζιμη (antallázimi) | ανταλλάζιμο (antallázimo) | ανταλλάζιμοι (antallázimoi) | ανταλλάζιμες (antallázimes) | ανταλλάζιμα (antallázima) | |
genitive | ανταλλάζιμου (antallázimou) | ανταλλάζιμης (antallázimis) | ανταλλάζιμου (antallázimou) | ανταλλάζιμων (antallázimon) | ανταλλάζιμων (antallázimon) | ανταλλάζιμων (antallázimon) | |
accusative | ανταλλάζιμο (antallázimo) | ανταλλάζιμη (antallázimi) | ανταλλάζιμο (antallázimo) | ανταλλάζιμους (antallázimous) | ανταλλάζιμες (antallázimes) | ανταλλάζιμα (antallázima) | |
vocative | ανταλλάζιμε (antallázime) | ανταλλάζιμη (antallázimi) | ανταλλάζιμο (antallázimo) | ανταλλάζιμοι (antallázimoi) | ανταλλάζιμες (antallázimes) | ανταλλάζιμα (antallázima) |