ανταρκτικός • (antarktikós) m (feminine ανταρκτική, neuter ανταρκτικό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | ανταρκτικός (antarktikós) | ανταρκτική (antarktikí) | ανταρκτικό (antarktikó) | ανταρκτικοί (antarktikoí) | ανταρκτικές (antarktikés) | ανταρκτικά (antarktiká) | |
genitive | ανταρκτικού (antarktikoú) | ανταρκτικής (antarktikís) | ανταρκτικού (antarktikoú) | ανταρκτικών (antarktikón) | ανταρκτικών (antarktikón) | ανταρκτικών (antarktikón) | |
accusative | ανταρκτικό (antarktikó) | ανταρκτική (antarktikí) | ανταρκτικό (antarktikó) | ανταρκτικούς (antarktikoús) | ανταρκτικές (antarktikés) | ανταρκτικά (antarktiká) | |
vocative | ανταρκτικέ (antarktiké) | ανταρκτική (antarktikí) | ανταρκτικό (antarktikó) | ανταρκτικοί (antarktikoí) | ανταρκτικές (antarktikés) | ανταρκτικά (antarktiká) |