ανταρτόπληκτος

Hello, you have come here looking for the meaning of the word ανταρτόπληκτος. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word ανταρτόπληκτος, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say ανταρτόπληκτος in singular and plural. Everything you need to know about the word ανταρτόπληκτος you have here. The definition of the word ανταρτόπληκτος will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition ofανταρτόπληκτος, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.

Greek

Adjective

ανταρτόπληκτος (antartópliktosm (feminine ανταρτόπληκτη, neuter ανταρτόπληκτο)

  1. attacked, stricken by guerillas

Declension

Declension of ανταρτόπληκτος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ανταρτόπληκτος (antartópliktos) ανταρτόπληκτη (antartóplikti) ανταρτόπληκτο (antartóplikto) ανταρτόπληκτοι (antartópliktoi) ανταρτόπληκτες (antartópliktes) ανταρτόπληκτα (antartóplikta)
genitive ανταρτόπληκτου (antartópliktou) ανταρτόπληκτης (antartópliktis) ανταρτόπληκτου (antartópliktou) ανταρτόπληκτων (antartóplikton) ανταρτόπληκτων (antartóplikton) ανταρτόπληκτων (antartóplikton)
accusative ανταρτόπληκτο (antartóplikto) ανταρτόπληκτη (antartóplikti) ανταρτόπληκτο (antartóplikto) ανταρτόπληκτους (antartópliktous) ανταρτόπληκτες (antartópliktes) ανταρτόπληκτα (antartóplikta)
vocative ανταρτόπληκτε (antartóplikte) ανταρτόπληκτη (antartóplikti) ανταρτόπληκτο (antartóplikto) ανταρτόπληκτοι (antartópliktoi) ανταρτόπληκτες (antartópliktes) ανταρτόπληκτα (antartóplikta)