ανταρτόπληκτος • (antartópliktos) m (feminine ανταρτόπληκτη, neuter ανταρτόπληκτο)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | ανταρτόπληκτος (antartópliktos) | ανταρτόπληκτη (antartóplikti) | ανταρτόπληκτο (antartóplikto) | ανταρτόπληκτοι (antartópliktoi) | ανταρτόπληκτες (antartópliktes) | ανταρτόπληκτα (antartóplikta) | |
genitive | ανταρτόπληκτου (antartópliktou) | ανταρτόπληκτης (antartópliktis) | ανταρτόπληκτου (antartópliktou) | ανταρτόπληκτων (antartóplikton) | ανταρτόπληκτων (antartóplikton) | ανταρτόπληκτων (antartóplikton) | |
accusative | ανταρτόπληκτο (antartóplikto) | ανταρτόπληκτη (antartóplikti) | ανταρτόπληκτο (antartóplikto) | ανταρτόπληκτους (antartópliktous) | ανταρτόπληκτες (antartópliktes) | ανταρτόπληκτα (antartóplikta) | |
vocative | ανταρτόπληκτε (antartóplikte) | ανταρτόπληκτη (antartóplikti) | ανταρτόπληκτο (antartóplikto) | ανταρτόπληκτοι (antartópliktoi) | ανταρτόπληκτες (antartópliktes) | ανταρτόπληκτα (antartóplikta) |