αντ- (ant-) + επαναστάτης (epanastátis)
αντεπαναστάτης • (antepanastátis) m (plural αντεπαναστάτες, feminine αντεπαναστάτρια)
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αντεπαναστάτης (antepanastátis) | αντεπαναστάτες (antepanastátes) |
genitive | αντεπαναστάτη (antepanastáti) | αντεπαναστατών (antepanastatón) |
accusative | αντεπαναστάτη (antepanastáti) | αντεπαναστάτες (antepanastátes) |
vocative | αντεπαναστάτη (antepanastáti) | αντεπαναστάτες (antepanastátes) |