αντ- (ant-) + επιχείρημα (epicheírima, “argument”)
αντεπιχείρημα • (antepicheírima) n (plural αντεπιχειρήματα)
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αντεπιχείρημα (antepicheírima) | αντεπιχειρήματα (antepicheirímata) |
genitive | αντεπιχειρήματος (antepicheirímatos) | αντεπιχειρημάτων (antepicheirimáton) |
accusative | αντεπιχείρημα (antepicheírima) | αντεπιχειρήματα (antepicheirímata) |
vocative | αντεπιχείρημα (antepicheírima) | αντεπιχειρήματα (antepicheirímata) |