αντιασθματικός

Hello, you have come here looking for the meaning of the word αντιασθματικός. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word αντιασθματικός, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say αντιασθματικός in singular and plural. Everything you need to know about the word αντιασθματικός you have here. The definition of the word αντιασθματικός will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition ofαντιασθματικός, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.

Greek

Etymology

αντι- (anti-) +‎ άσθμα (ásthma, asthma)

Adjective

αντιασθματικός (antiasthmatikósm (feminine αντιασθματική, neuter αντιασθματικό)

  1. (medicine) antasthmatic, antiasthmatic

Declension

Declension of αντιασθματικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αντιασθματικός (antiasthmatikós) αντιασθματική (antiasthmatikí) αντιασθματικό (antiasthmatikó) αντιασθματικοί (antiasthmatikoí) αντιασθματικές (antiasthmatikés) αντιασθματικά (antiasthmatiká)
genitive αντιασθματικού (antiasthmatikoú) αντιασθματικής (antiasthmatikís) αντιασθματικού (antiasthmatikoú) αντιασθματικών (antiasthmatikón) αντιασθματικών (antiasthmatikón) αντιασθματικών (antiasthmatikón)
accusative αντιασθματικό (antiasthmatikó) αντιασθματική (antiasthmatikí) αντιασθματικό (antiasthmatikó) αντιασθματικούς (antiasthmatikoús) αντιασθματικές (antiasthmatikés) αντιασθματικά (antiasthmatiká)
vocative αντιασθματικέ (antiasthmatiké) αντιασθματική (antiasthmatikí) αντιασθματικό (antiasthmatikó) αντιασθματικοί (antiasthmatikoí) αντιασθματικές (antiasthmatikés) αντιασθματικά (antiasthmatiká)