αντι- (anti-) + άσθμα (ásthma, “asthma”)
αντιασθματικός • (antiasthmatikós) m (feminine αντιασθματική, neuter αντιασθματικό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αντιασθματικός (antiasthmatikós) | αντιασθματική (antiasthmatikí) | αντιασθματικό (antiasthmatikó) | αντιασθματικοί (antiasthmatikoí) | αντιασθματικές (antiasthmatikés) | αντιασθματικά (antiasthmatiká) | |
genitive | αντιασθματικού (antiasthmatikoú) | αντιασθματικής (antiasthmatikís) | αντιασθματικού (antiasthmatikoú) | αντιασθματικών (antiasthmatikón) | αντιασθματικών (antiasthmatikón) | αντιασθματικών (antiasthmatikón) | |
accusative | αντιασθματικό (antiasthmatikó) | αντιασθματική (antiasthmatikí) | αντιασθματικό (antiasthmatikó) | αντιασθματικούς (antiasthmatikoús) | αντιασθματικές (antiasthmatikés) | αντιασθματικά (antiasthmatiká) | |
vocative | αντιασθματικέ (antiasthmatiké) | αντιασθματική (antiasthmatikí) | αντιασθματικό (antiasthmatikó) | αντιασθματικοί (antiasthmatikoí) | αντιασθματικές (antiasthmatikés) | αντιασθματικά (antiasthmatiká) |